χειροτονητός

χειροτονητός
-ή, -όν, ΜΑ [χειροτονῶ]
αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με χειροτονία, με ανάταση τών χεριών και όχι με κλήρωση (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης», Αισχίν.
β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ' ἁπάντων προκριθεὶς ἄρχων», Λουκιαν.).
επίρρ...
χειροτονητῶς Μ
με ανάταση τών χεριών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χειροτονητός — elected by show of hands masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτονητόν — χειροτονητός elected by show of hands masc acc sg χειροτονητός elected by show of hands neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτονητοῖς — χειροτονητός elected by show of hands masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτονητοί — χειροτονητός elected by show of hands masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτονητούς — χειροτονητός elected by show of hands masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτονητή — χειροτονητός elected by show of hands fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροχειροτόνητος — νεκροχειροτόνητος, ον (ΑΜ) αυτός που χειροτονήθηκε επίσκοπος ενώ ήταν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + χειροτονῶ πρβλ. αυτο χειροτόνητος, νεο χειροτόνητος] …   Dictionary of Greek

  • χειροτονητῶν — χειροτονητής creator masc gen pl χειροτονητός elected by show of hands fem gen pl χειροτονητός elected by show of hands masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτονητώς — Μ επίρρ. βλ. χειροτονητός …   Dictionary of Greek

  • χειροτονηταῖς — χειροτονητής creator masc dat pl χειροτονητός elected by show of hands fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”